τρίπλαξ

τρίπλαξ
-ακος, ὁ, ἡ, Α
τριπλός, τρίπτυχος («περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινὴν τρίπλακα, μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + πλαξ (πρβλ. λατ. triplex). Για το δυσερμήνευτο β' συνθετικό τής λ., βλ. λ. δίπλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρίπλακα — τρίπλαξ triple masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίπλακος — τρίπλαξ triple masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπλαξ — ο, η (Α δίπλαξ) νεοελλ. 1. διπλή σανίδα, διπλοσανίδα, μαδέρι 2. ναυτ. στερεό δοκάρι καρφωμένο στο μήκος τού τοίχου ξύλινου σκάφους, μπακαλιάρος αρχ. 1. διπλωμένος 2. διπλός 3. το θηλ. ως ουσ. α) χλαίνη που διπλώνει στα δύο, διπλός μανδύας β)… …   Dictionary of Greek

  • τρίπλεξ — το, Ν άκλ. (μεταλλ.) μέθοδος κατεργασίας τού χάλυβα, κατά την οποία δημιουργούνται τρία στρώματα: το εσωτερικό, που αποτελείται από μαλακό χάλυβα και διατηρεί την ελαστικότητα τού τεμαχίου, και τα δύο εξωτερικά στρώματα, που σχηματίζονται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”